- παραλίσκομαι
- Α(κατά τον Ησύχ.) συλλαμβάνομαι, τίθεμαι υπό περιορισμόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἁλίσκομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλίσκομαι — ἁλίσκομαι (Α) ελλειπτικό παθητικό ρήμα που έχει ως ενεργητικό το αἱρῶ* (το ἁλίσκω μόνο στην παροιμία «ἐλέφας μῦν οὐχ ἁλίσκει») 1. (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, πέφτω στα χέρια τού εχθρού 2. (για ζώα)… … Dictionary of Greek